- ἐσχαρίς
- ἐσχαρίςbrazierfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσχαρίς — ἐσχαρίς, ἡ (Α) [εσχάρα] 1. μικρό πύραυνο, μαγκάλι 2. είδος φανού που χρησιμοποιείται για ψάρεμα τη νύκτα, πυροφάνι … Dictionary of Greek
ἐσχαρίδα — ἐσχαρίς brazier fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχαρίδας — ἐσχαρίς brazier fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχαρίδες — ἐσχαρίς brazier fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχαρίδος — ἐσχαρίς brazier fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… … Dictionary of Greek
σπινθαρίς — ίδος, ἡ, Α 1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του 2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ*, με υγρό ένθημα αρ και επίθημα ίς, ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς).… … Dictionary of Greek
ԿԱՍԿԱՐԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 1059 Chronological Sequence: Early classical գ. (ռմկ ըսկարայ. թ. իսգարա. յն. էսխա՛րա). ἑσχάρα, ἑσχάριον , ἑσχαρίς, κρατίκλη craticula, focus. Վանդակ երկաթի՛, յորոյ վերայ դնի միս խորովելի. եւս եւ պատուանդան սանի, կամ ոտնաւոր սան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՆԴԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0782 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. δίκτυον rete, reticulum. (որպէս գործի վանդելոյ՝ թակարդելոյ պատելոյ պաշարելոյ. լծ. եւ պ. պէնտ ). Ցանց. վարմ, ուռկան. եւ Ամենայն ուռկանաձեւ կամ կասկարայաձեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)